- ἠπείρωνται
- ἀπειρόωmultiply to infinityperf ind mp 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic)ἠπειρόωto make into mainlandperf ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηπειρώ — ἠπειρῶ, όω (Α) [ήπειρος] 1. μεταβάλλω σε ήπειρο, σε ξηρά («ἠπείρους ἐθαλάττωσαν και θαλάττας ἠπείρωσαν», Αριστοτ.) 2. παθ. ἠπειροῡμαι, όομαι γίνομαι ήπειρος, ενώνομαι με τη στεριά («καί εἰσι τῶν νήσων, αἵ ἠπείρωνται», Θουκ.) … Dictionary of Greek